- ξηραντήριος
- -α, -ο1. ξηραντικός2. το ουδ. ως ουσ. το ξηραντήριοτεχνολ. εγκατάσταση ή συσκευή που χρησιμοποιείται για την ξήρανση διαφόρων υλικών, καθώς και ο χώρος τών εγκαταστάσεων αυτών (α. «ξηραντήριο ξυλείας» β. «ξηραντήριο αγροτικών προϊόντων» γ. «βιομηχανικό ξηραντήριο»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηραίνω + κατάλ. -τήριος (πρβλ. κατευθυν-τήριος). Η λ., στο ουδ. ξηραντήριον, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.